- ἔκρυσις
- ἔκρυσιςeffluxfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκρύσει — ἔκρυσις efflux fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκρύσεϊ , ἔκρυσις efflux fem dat sg (epic) ἔκρυσις efflux fem dat sg (attic ionic) ἐκρύ̱σει , ἐκρύομαι deliver fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσεις — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (attic epic) ἔκρυσις efflux fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσεσι — ἔκρυσις efflux fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσεσιν — ἔκρυσις efflux fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσιες — ἔκρυσις efflux fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρυσιν — ἔκρυσις efflux fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκροια — ἔκροια, ιων. ἐκροίη, η (Α) βλ. έκρυσις … Dictionary of Greek
έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει … Dictionary of Greek
ἐκρύσεων — ἐκρύσεω̆ν , ἔκρυσις efflux fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσεως — ἐκρύσεω̆ς , ἔκρυσις efflux fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)